- τριακονταπλούς
- η , ούν1) состоящий из тридцати частей; 2) см. τριακονταπλάσιος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριακονταπλός — ή, ό και, λόγιος τ., τριακονταπλούς, ούν, Ν 1. αυτός που αποτελείται από τριάντα μέρη 2. τριακονταπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + πλός / πλοῦς (βλ. λ. πλός)] … Dictionary of Greek